- ψηφίζω
- ΝΜΑ [ψήφος]νεοελλ.εκλέγω, αναδεικνύω κάποιον, στα πλαίσια εκλογικής αναμέτρησης (α. «τόν ψήφισαν και πάλι δήμαρχο» β. «ο λαός ψήφισε τους συντηρητικούς»)νεοελλ.-αρχ.(στην αρχ. το μέσ. ψηφίζομαι)1. (γενικά) εκφράζω τη γνώμη μου με την ψήφο μου (α. «το διοικητικό συμβούλιο θα ψηφίσει για την συνέχιση ή μη τής απεργίας» β. «ταύτῃ τῇ ψήφῳ ψηφίζεσθαι ἔφη μὴ φεύγειν τοὺς ξείνους», Ηρόδ.)2. (ειδικά) ρίχνω την ψήφο μου στην κάλπη3. επιδοκιμάζω κάποιον ή κάτι με την ψήφο μου, εγκρίνω, υπερψηφίζω (α. «όλοι οι βουλευτές ψήφισαν το νομοσχέδιο» β. «ψηφίζεσθαι ὥστε μὴ ἴσων ἕκαστον τυγχάνειν», Ξεν.)μσν.-αρχ.αριθμώ, λογαριάζω με ψηφίδες, με λιθαράκια (α. «αὐτὸς ψηφίζει πέρπυρα καὶ γράφει καὶ στρογγυλέα», Πρόδρ.β. «κατὰ τὴν τοῡ ψηφίζοντος βούλησιν ἄρτι χαλκοῡν καὶ παραυτίκα τάλαντον ἴσχουσιν», Πολ.)αρχ.1. αποφασίζω κάτι μετά από ψηφοφορία («δίκην κατ' ἄλλου ἐψήφισαν», Σοφ.)2. μέσ. (με δοτ. και αιτ.) παραχωρώ κάτι σε κάποιον με την ψήφο μου3. φρ. α) «ψηφίζω δακτύλοις» — λογαριάζω με τα δάχτυλα (Πλούτ.)β) «ψηφίζομαι θανεῑν» — καταδικάζω σε θάνατο με ψηφοφορία (Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.